- αρχαιοπαράδοτος
- η , ο [ος , ον ] древний, старинный (обычай и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρχαιοπαράδοτος — η, ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, ον) αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι] … Dictionary of Greek
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek